- ροδεσιανός
- -ή, -ό, Ν1. γεωγρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ροδεσία, σημερινή Ζιμπάμπουε2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο Ροδεσιανός, η Ροδεσιανήο κάτοικος τής Ροδεσίας ή αυτός που κατάγεται από τη Ροδεσία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ζιμπάμπουε — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ζιμπάμπουε Παλαιότερη ονομασία: Ροδεσία Έκταση: 390.759 τ. χλμ Πληθυσμός: 11.376.676 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Χαράρε (1.864.000 κάτ. το 2002)Κράτος της νοτιοκεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α και στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek